Κλείσαμε μια εβδομάδα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και παρότι είμαστε στην αρχή (;) του πολέμου και οι πληροφορίες που ρέουν είναι ιδαίτερα ανακριβείς και συγκεχυμενές, υπάρχουν ήδη κάποιες διαπιστώσεις που μπορούν με ασφάλεια να εξαχθούν.

Η Προϊστορία

Είναι σαφές ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μια εξέλιξη σε μια σειρά γεγονότων που είχαν ως εκκίνηση το 2014 και την ανατροπή του προέδρου Γιανούκοβιτς. Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις της Ουκρανίας ήταν φιλορωσικές, ή τέλος πάντων διατηρούσαν την προνομιακή σχέση με την Ρωσία. Ο Γιανούκοβιτς, αν και φιλορώσος, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για υπογραφή συμφωνίας εμπορίου με την Ε.Ε. Στην πορεία, οι όροι που του προσφέρθησαν δεν ήταν καλύτεροι της συμφωνίας εμπορίου που μπορούσε να πετύχει με την Ρωσία. Τα χρήματα, δε, που θα εξασφάλιζε ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που πρόσφερε η Ρωσία. Έτσι, ανέβαλε τις διαπραγματεύσεις και καθυστερούσε. Μέχρι που σε μια συνάντηση αρνήθηκε να προχωρήσει με την υπάρχουσα συμφωνία με την Ε.Ε. Αυτό έγινε η αφορμή για γενικευμένες εξεγέρσεις ‘πολιτών’ που κράτησαν κοντά 4 μήνες και ήταν κλιμακούμενες. Οι κοινωνικές αναταράξεις ήταν έντονες και οι πολίτες χωρίστηκαν σε ρωσόφιλους και ευρωπαϊστές. Επειδή κάποιες ακροδεξιές οργανώσεις ήταν με το μέρος των ευρωπαϊστών, αλλά και επειδή πρωτοστατούσαν στις εξεγέρσεις, όλοι οι ευρωπαϊστές ονομάστηκαν ακροδεξιοί και ναζί από τους Ρώσους και τους φιλορώσους. Οι δυτικοί υποστήριξαν ανοικτά την ευρωπαϊκή προοπτική της Ουκρανίας, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αν δεν τις σχεδίασαν οι πράκτορές τους, υποδαύλησαν τις εξεγέρσεις. Ο Γιανούκοβιτς αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να προσφύγει σε προσωρινή κυβέρνηση για την διενέργεια εκλογών. Έφυγε μάλιστα και από τη χώρα. Μόλις η Ρωσία είδε ότι η Ουκρανία προχωράει χωρίς φιλορωσική κυβέρνηση έκανε 2 πράγματα. Με συνοπτικές διαδικασίες εντός λίγων ημερών, αναγνώρισε τοπική κυβέρνηση στην Κριμέα, η οποία με τη σειρά της με εξπρές δημοψήφισμα προσαρτήθηκε στη Ρωσία. Αυτές οι διαδικασίες δεν αναγνωρίστηκαν φυσικά από τους δυτικούς (για αυτούς άλλωστε, μόνο το Κόσσοβο έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης), αλλά η Κριμέα είναι πολύ σημαντική για τους Ρώσους ακόμα και για να την συζητήσουν. Έτσι την προσάρτησαν και άρχισαν να συζητάνε για τις υπόλοιπες περιοχές της Ουκρανίας. Οι πρώτες που εξεγέρθηκαν ήταν το Ντόνετσκ και το Λουγκάνσκ, στα ανατολικά σύνορα με την Ρωσία. Ήταν τόσο σφοδρές οι μάχες μεταξύ ρωσόφιλων και ευρωπαϊστών που κατέληξαν στις συμφωνίες του Μίνσκ, που προέβλεπαν αυτονομία (αλλά όχι ανεξαρτησία) για αυτές τις περιοχές. Μετά και από αυτό, και για τα υπόλοιπα χρόνια η Ουκρανία ψηφίζει ευρωπαϊστή πρόεδρο, ενώ η Ρωσία προσπαθεί να διαπραγματευτεί τα ζητήματα που αφορούν την ομπρέλα κάτω από την οποία θα μπει η Ουκρανία (ΕΕ,ΝΑΤΟ ή Ρωσία).

Προεργασία

Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι οι δυτικοί έχουν εισχωρήσει σε επίπεδο πληροφοριών βαθιά μέσα στην Ρωσία. Εδώ και ενάμιση μήνα φώναζαν στα ΜΜΕ για μια επικείμενη εισβολή της Ρωσίας και είχαν δίκιο, σε αντίθεση με όλους εμάς που βλέπαμε ότι ο Πούτιν πέρνει αυτά που θέλει απλά και μόνο με την απειλή/υπόνοια εισβολής. Οι δυτικοί είχαν πάρει τις αποφάσεις τους ότι δεν θα αναμιχθούν στρατιωτικά και έτσι είχαν ξεκινήσει από νωρίς τον επικοινωνιακό πόλεμο. Όσο ο Πούτιν κρατούσε τα στρατεύματά του στα σύνορα, βρισκόταν σε θέση ισχύος, κυρίως επικοινωνιακής, αφού κορόιδευε τους δυτικούς και τον πόλεμο που ‘προσπαθούσαν’ να του κάνουν («εμείς δεν κάνουμε πόλεμο Τετάρτη»). Από διαπραγματευτικής άποψης όμως, ο Πούτιν δεν έπαιρνε αυτά που ήθελε. Η σημειολογία των επισκέψεων του Γάλλου και του Γερμανού προέδρου στη Μόσχα λίγες μέρες πριν την εισβολή ήταν ξεκάθαρη. Και οι δύο κάθισαν να ‘συζητήσουν’ με τον Πούτιν έχοντας απόσταση 15 μέτρων από το Ρώσο πρόεδρο. Πιο ξεκάθαρο δεν γινόταν. Για να μην αναφερθούμε στην επίσκεψη της Αγγλίδας υπουργού εξωτερικών, η οποία δεν μοιάζει να έγινε για να υπάρξη κάποιου είδους διαπραγμάτευση, αλλά για να δείξουν στον κόσμο πόσο αντίπαλες (στα όρια της εχθρότητας) είναι οι δύο χώρες αυτή τη στιγμή.

Έτσι ο κύβος είχε ήδη ερριφθεί. Ο Πούτιν θα χρησιμοποιούσε το στρατιωτικό χαρτί για να λύσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε.